- γαμψώνυχος
- -η, -ο (AM γαμψώνυχος, -ον και γαμψῶνυξ, ό, ή)(για αρπακτικά πτηνά και θηρία) αυτός που έχει γαμψά, κυρτά νύχια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαμψώνυχος — with crooked talons masc/fem nom sg γαμψῶνυξ with crooked talons masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμψώνυχος — η, ο αυτός που έχει γαμψά νύχια: Τα γεράκια είναι γαμψώνυχα πτηνά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαμψώνυχον — γαμψώνυχος with crooked talons masc/fem acc sg γαμψώνυχος with crooked talons neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμψωνύχοις — γαμψώνυχος with crooked talons masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμψωνύχους — γαμψώνυχος with crooked talons masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμψωνύχων — γαμψώνυχος with crooked talons masc/fem/neut gen pl γαμψῶνυξ with crooked talons masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμψώνυχα — γαμψώνυχος with crooked talons neut nom/voc/acc pl γαμψῶνυξ with crooked talons masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμψώνυχοι — γαμψώνυχος with crooked talons masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμψός — ή, ό (AM γαμψός, ή, όν) κυρτός, αγκυλωτός αρχ. (για πτηνά) ο γαμψώνυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το γνάμπτω* «κάμπτω, λυγίζω». Το απλό γαμψός προήλθε κατ απόσπαση από το αρχαϊκό σύνθετο γαμψώνυξ < *γναμψωνυξ (πρβλ. και λειψός < λειψόθριξ … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek